Διαβήτης και καρδιά

Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα ιατρο-κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα και ταυτόχρονα μια «μάστιγα», για τον περιορισμό της οποίας πραγματικά απαιτείται εγρήγορση των κρατικών και κοινωνικών φορέων υγείας και επιπλέον ευαισθητοποίηση του κοινού και των ιατρικών υπηρεσιών.
 
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι χρόνια πάθηση η οποία μπορεί να παραμένει «σιωπηλή» για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα υποκειμενικά ενοχλήματα των ασθενών, συχνά, δεν συνδέονται με τα ευρήματα του αντικειμενικού ελέγχου και η εξέλιξη της νόσου είναι απρόβλεπτη. Είναι μια νόσος που δεν μπορεί να ιαθεί οριστικά, μπορεί όμως να ελεγχθεί με τη βοήθεια της φαρμακευτικής θεραπείας άλλα και της πειθαρχίας από πλευράς του ασθενούς όσον αφορά τον τρόπο ζωής του. Η τέλεια ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στόχο έχει την πρόληψη τόσο των οξέων άλλα και των χρόνιων επιπλοκών της νόσου.
 
Στην Ελλάδα ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη σχεδόν τετραπλασιάστηκε τα τελευταία 30 χρόνια και εκτιμάται ότι οι διαβητικοί στη χώρα μας είναι περίπου 900.000, δηλαδή το 8% του συνολικού πληθυσμού.
 
Ο σακχαρώδης διαβήτης αφορά μία αρκετά συχνή διαταραχή του μεταβολισμού η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένη γλυκόζη (σάκχαρο) αίματος. Υπεύθυνη γι' αυτό είναι είτε η μειωμένη έκκριση ινσουλίνης είτε η μειωμένη της δράση είτε ο συνδυασμός και των δύο. Ο διαβήτης προκαλεί μακροχρόνιες βλάβες των οργάνων-στόχων, κυρίως των οφθαλμών, των νεφρών, των νεύρων, της καρδιάς και των αρτηριών.
 
Είναι γνωστό ότι η γλυκόζη είναι η βασική τροφή (ενέργεια) των κυττάρων. Για να μπορέσει όμως η γλυκόζη να μπει μέσα στα κύτταρα, είναι απαραίτητη μία ορμόνη, η ινσουλίνη. Η ορμόνη αυτή εκκρίνεται από το πάγκρεας. Οταν, λοιπόν, το πάγκρεας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή η ινσουλίνη που παράγει δεν δρα σωστά, τότε η γλυκόζη που παίρνει ο οργανισμός με τις τροφές δεν εισέρχεται μέσα στα κύτταρα και επομένως παραμένει στο αίμα, με αποτέλεσμα να έχετε υψηλό σάκχαρο αίματος, δηλαδή διαβήτη.
 
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι σακχαρώδη διαβήτη. Ο τύπος 1 παρουσιάζεται όταν το πάγκρεας δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη. Πρόκειται για τον σπανιότερο από τους 2 τύπους (5-10% των διαβητικών) και συνήθως εμφανίζεται στην παιδική ηλικία. Στον διαβήτη τύπου 2 το πάγκρεας παράγει λιγότερη ινσουλίνη απ' όση χρειάζεται είτε η ινσουλίνη που παράγεται έχει μειωμένη δράση. Περίπου 90-95% των διαβητικών έχουν διαβήτη τύπου 2 και συνήθως εμφανίζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες αν και τελευταία έχει αρχίσει να εμφανίζεται και στα παιδιά.
 
Η επίτευξη επιμήκυνσης του χρόνου επιβίωσης των διαβητικών λόγω της φαρμακευτικής παρέμβασης είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση χρόνιων επιπλοκών κυρίως από το αγγειακό δίκτυο. Η διαβητική αγγειακή νόσος χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: τη μικροαγγειοπάθεια και τη μακροαγγειοπάθεια. Η προσβολή των μικρού μεγέθους αγγείων οδηγεί σε διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, διαβητική νεφροπάθεια, διαβητική νευροπάθεια.
 
Επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η άριστη ρύθμιση του γλυκαιμικού προφίλ μπορεί να εμποδίσει την έναρξη καθώς και να επιβραδύνει την εξέλιξη της ήδη εγκατεστημένης μικροαγγειοπάθειας.
 
Εξάλλου η μακροαγγειοπάθεια του σακχαρώδη διαβήτη είναι ο λόγος της αυξημένης επίπτωσης καρδιακών εμφραγμάτων, εγκεφαλικών επεισοδίων, διαλείπουσας χωλότητας, γάγγραινας κάτω άκρων. Το έμφραγμα μυοκαρδίου παρουσιάζεται 3-5 φορές συχνότερα σε διαβητικούς ασθενείς και αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου των διαβητικών ασθενών. Ο σακχαρώδης διαβήτης παραμένει μεγάλος παράγοντας κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου ανεξαρτήτως της ηλικίας, της παρουσίας αρτηριακής υπέρτασης, του καπνίσματος, της υπερχοληστεριναιμίας ή της υπερτροφίας της αριστεράς κοιλίας σύμφωνα με στατιστικές μελέτες που έχουν γίνει.
 
Είναι γνωστό ότι οι παχύσαρκοι ασθενείς και όσοι κάνουν καθιστική ζωή έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη. Επίσης γυναίκες που παρουσίασαν διαβήτη κατά τη διάρκεια κυήσης ή όσοι εμφάνισαν προδιαβήτη τα προηγούμενα χρόνια έχουν αυξημένη πιθανότητα για σακχαρώδη διαβήτη.